Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
αλάλυγξ — ἀλάλυγξ ( υγγος), η (Α) λυγμός, πνιγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με β΄ συνθ. τα ουσ. λύγξ «λόξυγγας». Το α’ συνθ. τής λ. είναι άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το ἀλαλὰ* ή να έχει σχέση με το ρ. ἀλῶμαι* «περιφέρομαι» ή ἀλύω* «είμαι… … Dictionary of Greek
αναλυγγίζω — αναλυγγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λυγγίζω < αρχ. λύγξ, γγός «λόξυγγας»] … Dictionary of Greek
αναλυγγιάζω — 1. κλαίω με λυγμούς 2. έχω δυσάρεστο αίσθημα στον οισοφάγο που προέρχεται από λιπαρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λυγγιάζω < αρχ. λύγξ, γγός «λόξυγγας»] … Dictionary of Greek
αναλυγγώνω — 1. έχω λόξυγγα 2. μηρυκάζω, αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λυγγώνω < αρχ. λύγξ, γγός «λόξυγγας»] … Dictionary of Greek
λυγμός — ο (AM λυγμός) σπασμός τού διαφράγματος υπό την επίδραση ψυχικού πόνου, ο οποίος ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη εξαγωγή τού αέρα που υπάρχει στον θώρακα μσν. αρχ. λόξυγγας («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγ τού λύζω… … Dictionary of Greek
λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… … Dictionary of Greek
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek